προνωπής

προνωπής
προνωπής
Grammatical information: adj.
Meaning: `inclined, bending forward, downcast, weak' (A., E.; on the meaning Muller Mnem. 55, 101 ff.).
Derivatives: Beside it προνώπιος `outside, in front of the house', τὰ προνωπής -ια, -τὸ προνωπής -ιον `front, facade of a house' (E.), ἥρωες προνωπής -ιοι `Lares compitales' (D.H.); νωπέομαι (s.v.) with νενώπηται.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To νωπέομαι cf. πωλέομαι, ὠθέω; so prob. deverbative. From it perh., with verbal 2. member, προνωπής, προνώπιος. But προνώπια reminds strongly of the synonymous ἐνώπια; therefore with Eust., Bechtel Lex. s. νάπη and Ehrlich Betonung 126f. from *προ-ενώπια or only semantic assimilation? (Frisk suggest that προνωπής and νωπέομαι, which cannot be connected with ἐνώπιος, can be connected with νάπη `woodland vale, glen' (Bq, Bechtel l.c.) with ablaut as in κώπη : κάπτω, which I strongly reject.)
Page in Frisk: 2,600

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προνωπής — stooping forwards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • προνωπῆ — προνωπής stooping forwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προνωπής stooping forwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προνωπής stooping forwards masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …   Dictionary of Greek

  • νωπέομαι — (Α) γίνομαι κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ ἀσθενής …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • προνωπίων — προνώπια front of a house fem gen pl προνώπια front of a house masc/neut gen pl προνώπια front of a house neut gen pl προνωπής stooping forwards masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”